- κατωνομασμένη
- κατά-ὀνομάζωspeak of by nameperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τάλις — άλιδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. κόρη σε ηλικία γάμου 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μελλόνυμφος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῑκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.) … Dictionary of Greek